ἐκκλησιαστικῶς

ἐκκλησιαστικῶς
ἐκκλησιαστικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκκλησιαστικός — ή, ό (AM ἐκκλησιαστικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία τού Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά οι υποθέσεις τής Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”